Κοντοπορεια

Κοντοπορεια
    Κοντοπορεία
    Κοντο-πορεία
    ἥ Контопория, «Перевал, требующий применения горных палок» (место на пути из Коринфа в Аргос) Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Κοντοπορεια" в других словарях:

  • Κοντοπορεία — Κοντοπορεία, ἡ (Α) δύσβατος και ανηφορικός δρόμος, αλλά συντομότερος σχετικά με άλλους («εὐθέως ἐπί τὴν Κοντοπορείαν ἐπέβαλε», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + πορεία] …   Dictionary of Greek

  • κοντοπορείας — κοντοπορείᾱς , κοντοπορεία short road fem acc pl κοντοπορείᾱς , κοντοπορεία short road fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРГОС —     I.    • Argos,           Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов.        1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… …   Реальный словарь классических древностей

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»